- ερινυωδης
- ἐρινυώδηςἐρῑνυ-ώδης2подобный Эриниям
(συκοφαντίαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(συκοφαντίαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ερινυώδης — ἐρινυώδης, ους, ες (Α) [Ερινύς] αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στις Ερινύες, ο μανιώδης … Dictionary of Greek
Ἐρινυῶδες — Ἐρινυώδης like the masc/fem voc sg Ἐρινυώδης like the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρινυώδεις — Ἐρινυώδης like the masc/fem acc pl Ἐρινυώδης like the masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐρινυώδους — Ἐρινυώδης like the masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)